
Του Θεόδωρου Σαββίδη
Η τηλεόραση επινόησε έναν καινούριο όρο: Αναγνωρισιμότητα. Πράγμα που χονδρικά υποδηλώνει ότι η φυσιογνωμία κάποιου αναγνωρίζεται φερ’ειπείν στον δρόμο λόγω των συχνών τηλεοπτικών του εμφανίσεων.
Σήμερα αυτή η «αναγνωρισιμότητα» αποτελεί τεράστιο μέγεθος στο ισχύον αξιακό σύστημα, εφόσον την εποχή της δεσποτείας της εικόνας είναι λογικό να κυριαρχεί το αξίωμα «εμφανίζομαι, άρα υπάρχω».
Έτσι, πολιτικές κυριαρχίες, επιχειρηματικές δραστηριότητες, καλλιτεχνικά μεγέθη, εντός ή εκτός εισαγωγικών, χτίζονται επάνω σ’ αυτήν την «αναγνωρισιμότητα», ενώ εκλογές ολόκληρες κερδίζονται ή χάνονται ανάλογα με τη χρήση της πολυδάπανης μικρής οθόνης. Η εξίσωση είναι απλή: η εικόνα έχει ιστορικά την, σχεδόν μεταφυσική, δύναμη της αγιοποίησης της μορφής, άρα όποιος εμφανίζεται αγιοποιείται. Ψηφίζουμε λοιπόν όσους αναγνωρίζουμε, αντιμετωπίζοντας το τηλεοπτικό εκράν σαν ένα σύγχρονο φωτοστέφανο και τα «παράθυρά» του σαν τη χρυσή κορνίζα, του πιο σπουδαίου πορτρέτου, μια ηλεκτρονική, δηλαδή, «Τζοκόντα» ή έναν Καραβάτζιο φτιαγμένο από πίξελ που όμως μπορεί να φέρει το όνομα ενός από τους συνήθεις μαϊντανούς των ΜΜΕ.
Στη δική μας, χαμηλού γούστου εξ ορισμού, «εθνική σχολή»της τηλεόρασης «μούρες» αυτήν που κατέχουν το μέσον και το… δέρνουν, το Kitsch που παίρνει πόζες μεγαλείου, ο λαϊκισμός που εξισώνει και τα πλέον αντίθετα και η αισθητική της υφέρπουσας αρπαχτής…
Οι παλιότεροι έλεγαν «αυτός έχει πρόσωπο», τώρα ισχύει το «αυτός διαθέτει αναγνωρισιμότητα». Τι σημασία έχει αν αναγνωρίσιμοι είναι και οι ντενεκέδες; Τόσο το χειρότερο σ’ όσους τους «αναγνωρίζουν»!
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου