ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

English French German Spain Italian Dutch Russian Portuguese Japanese Korean Arabic Chinese Simplified

Παρασκευή 28 Ιανουαρίου 2011

Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΔΙΚΑΣΤΗΣ


ΟΠΩΣ ΠΑΝΤΑ, ύστερα από μια επανάσταση μέσα στο κεφάλι μου, οι ιδέες άρχιζαν να ξεχωρίζουν και να αποκτούν ειρμό.
Πόσες φορές στη ζωή μου δεν προσπάθησα να καταλάβω το ακατανόητο μυστήριο των ανθρώπων που
αγοράζουν τάλιρα με τέσσερις δραχμές;
Ποτέ δεν βρήκα την παραμικρή εξήγηση για τα ατελείωτα θύματα των «παπατζήδων».
Μα τι κρύβει στο μυαλό του κάποιος που αγοράζει ένα υπερωκεάνιο με λίγα κέρματα;
Πώς είναι δυνατόν κάποιος να συνεργαστεί μ' έναν απατεώνα;
Γιατί ένα άτομο, αρκετά έξυπνο, μπορεί να ανακαλύψει ότι το εμπόρευμα που αγόρασε σε μια γελοία τιμή είναι για τα σκουπίδια;
Τώρα, επιτέλους, έβρισκα μία απάντηση. Όλοι οι εξαπατημένοι, κάποια στιγμή, σκέφτηκαν ότι θα έβγαιναν κερδισμένοι από την κατάσταση. Οι περισσότεροι, σίγουρα, θα πέρασαν κάμποση ώρα απολαμβάνοντας μια κρυφή ικανοποίηση για τα μελλοντικά τους κέρδη. Πολλοί θα σκέφτηκαν πόσο έξυπνοι ήταν που ξεγέλασαν τον απατεώνα...
Μα κι εγώ ο ίδιος δεν είχα τσιμπήσει αρκετές φορές το δόλωμα;
Ναι, βέβαια.
Αυτό ακριβώς κάνω όταν μου τη φέρνουν. «Μου τη φέρνουν» σημαίνει ότι εγώ καταπίνω κάποια υπόσχεση ή διαβεβαίωση που μου είναι ευχάριστη στ' αφτιά.
 «Μου τη φέρνουν...» Θυμίζει και το αγκίστρι.
Κι έτσι είναι. Ακόμα και η έκφραση "τσίμπησα το αγκίστρι" έχει την ίδια έννοια. Καταπίνεις το αγκίστρι μ' ένα λαχταριστό σκουλήκι για δόλωμα ή, ακόμα χειρότερα, μια λαχταριστή, χρωματιστή και φανταχτερή μυγούλα... από πλαστικό!
Με δουλεύουν, δαγκώνω το δόλωμα... Με τι μοιάζουν, όμως, αυτοί που ψαρεύουν; Τι λογής σκουλήκια άραγε μου αρέσουν περισσότερο;
Οι υποσχέσεις για αιώνια αγάπη...
Η φαντασία της ολικής αποδοχής...
Η εκτίμηση και η αναγνώριση των άλλων...
Η επιθυμία να είμαι ο πρώτος που θα δει κάτι που κανένας άλλος δεν έχει δει...
Η ματαιοδοξία να ξεχωρίζεις πάνω από τους άλλους...
Το βλέμμα που με βλέπει όπως εγώ θα ήθελα...
Όταν ο άλλος στέκει άνευ όρων στο πλευρό μου...
Και τόσα άλλα...
Τόσα!
Αντιλαμβανόμουν ότι με τον καιρό, με την εμπειρία και την ηλικία, θα μάθαινα να φτύνω όλο και πιο γρήγορα τα δολώματα που δάγκωνα... Οι πληγές όμως;
«Και οι πληγές, Χοντρέ;» τον ρώτησα. «Τι γίνεται με τις πληγές; Μου διδάσκεις να περιφρονώ τα ψόφια και άχαρα σκουλήκια. Μου δείχνεις διαρκώς ποιες είναι οι πλαστικές μυγούλες για να μην πιαστώ στο αγκίστρι. Όμως, νομίζω ότι δεν μου μαθαίνεις πώς να μην πληγώνομαι. Φαίνεται πως το πεπρωμένο των εύπιστων σαν εμένα είναι να καταλήγουν στη ζωή γεμάτοι ουλές απ' όσα αγκίστρια δάγκωσαν, κι από όσα δεν πρόλαβαν να δαγκώσουν. Τουλάχιστον, θα ήθελα να μην πάθω άλλο κακό, Χοντρέ. Δε θέλω να αφήνομαι στην καλή προαίρεση των άλλων, για το αν θα με πληγώσουν ή θα με γιατρέψουν. Δε θέλω...»
«Είναι το τίμημα, Ντεμιάν, το τίμημα. Θυμάσαι το τριαντάφυλλο στον Μικρό Πρίγκιπα;»
«Ναι... Κατάλαβα τι θες να πεις: "...πρέπει να ανεχτώ μερικές κάμπιες αν θέλω να δω τις πεταλούδες..."»
«Ακριβώς» επιβεβαίωσε ο Χόρχε.
Έμεινα αμίλητος να συλλογίζομαι μ' ένα κράμα πόνου, αγανάκτησης, συγκατάβασης και αδυναμίας. Ύστερα, διαμαρτυρήθηκα.
«Εξακολουθώ να πιστεύω ότι ο ψεύτης έχει πολλά πλεονεκτήματα με μικρό κόστος.»
«Άλλοτε ναι κι άλλοτε όχι» είπε ο Χοντρός. «Το ψέμα έχει πολλά αρνητικά. Πάντως, το χειρότερο πράγμα στο ψέμα είναι ότι ΔΕΝ ΕΞΥΠΗΡΕΤΕΙ... Αργά ή γρήγορα κάθε ψέμα αποκαλύπτεται, κι ό,τι πέτυχε επιφανειακά χάνεται σαν την ομίχλη στον ήλιο... Κι επιπλέον, μερικές φορές η ζωή αποδίδει δικαιοσύνη και η απάτη στρέφεται εναντίον του ίδιου του απατεώνα.»
Ο Χόρχε μισόκλεισε τα μάτια κι έψαξε στη μνήμη του.
«Έρχεται ιστορία...» μάντεψα.
«Έρχεται...»

Οταν πέθανε ο Λιέν Τσου, η σύζυγος του Ζούμι, ο μεγάλος γιος του Λινγκ και τα δύο μικρά αδερφάκια του έπεσαν σε μεγάλη φτώχεια.
Όσο ζούσε, ο άντρας του σπιτιού δούλευε από ήλιο σε ήλιο στις φυτείες ρυζιού του Τσενγκ.
Του πλήρωναν το μεγαλύτερο μέρος του μισθού σε ρύζι κι έπαιρνε ελάχιστα νομίσματα. Έφταναν, απλώς, για τις πιο στοιχειώδεις ανάγκες της οικογένειας, με πρώτη απ' όλες την αμοιβή για τους δασκάλους και τα τετράδια του Λινγκ και των αδερφών του.
Τη μέρα του θανάτου του, ο Λιεν Τσου έφυγε από το σπίτι προτού ξημερώσει, όπως πάντα. Στο δρόμο για τη φυτεία άκουσε κραυγές που ζητούσαν βοήθεια. Ήταν ένας γέρος που τον παράσερναν τα χειμαρρώδη νερά του ποταμού.
Ο Λιεν Τσου τον αναγνώρισε. Ήταν ο γέρος Τσενγκ, ο ιδιοκτήτης της φυτείας όπου δούλευε. Ο Λιεν Τσου ποτέ δεν ήταν καλός κολυμβητής, και μόνο ένας πολύ καλός κολυμβητής θα τολμούσε να μπει στο φουσκωμένο ποτάμι για να σώσει με μεγάλη δυσκολία το γέροντα.
Κοίταξε ολόγυρα, όμως, κανένας δεν περνούσε στο δρόμο εκείνη την ώρα... Και για να τρέξει για βοήθεια θα χασομερούσε πάνω από μισή ώρα...
Με μια παρόρμηση, ο Λιεν Τσου πήρε ανάσα και ρίχτηκε στο ποτάμι.
Μόλις έφτασε το γέρο, το ρεύμα τον παρέσυρε και τον τράβηξε προς το βυθό.
Τα άψυχα σώματα και των δύο βρέθηκαν αγκαλιασμένα σ' ένα λίμνασμα του ποταμού, λίγα χιλιόμετρα πιο κάτω...
Ίσως επειδή, κατά κάποιον τρόπο, τα παιδιά του γέρου θεώρησαν υπεύθυνο τον Λιεν Τσου για το θάνατο του πατέρα τους και ίσως επειδή ο μικρός Λινγκ παραήταν μικρός για τη δουλειά, ή ίσως επειδή, όπως είπαν, δεν υπήρχε πολλή δουλειά στους ορυζώνες, τα παιδιά του νεκρού αρνήθηκαν το δικαίωμα του γιου να πάρει τη δουλειά του πατέρα.
Ο νεαρός Λινγκ επέμεινε.
Στην αρχή τούς είπε ότι στα δεκατρία του ήταν αρκετά μεγάλος για να δουλέψει. Ύστερα τους είπε ότι εκείνη τη δουλειά την κληρονομούσε από τον πατέρα του. Μετά εξήγησε πόσο ικανός ήταν για τη δουλειά και πόσο επιδέξιος στα χέρια. Κι αφού όλα αυτά δεν βοήθησαν σε τίποτα, ο Λινγκ τους ικέτεψε να του δώσουν τη δουλειά με το επιχείρημα της οικονομικής ανάγκης της οικογένειας του.
Κανένα επιχείρημα δεν ήταν αρκετό, και ζήτησαν από το νεαρό να εγκαταλείψει τον ορυζώνα.
Ο Λινγκ εξοργίστηκε και άρχισε να υψώνει τη φωνή, να μιλά για τη θυσία του πατέρα του, να μιλάει για την εκμετάλλευση, για δικαιώματα, για απαιτήσεις...
Ακολούθησε πάλη κι έδιωξαν τον Λινγκ με τις κλοτσιές από εκεί. Τον πέταξαν στο σκονισμένο δρόμο....
Από τότε, η οικογένεια του έτρωγε όταν έβρισκε. Τη συντηρούσε ο Λινγκ με περιστασιακές δουλειές και με τις θυσίες της μητέρας, που έπλενε κι έραβε ρούχα άλλων.
Μια μέρα, όπως κάθε μέρα, ο Λινγκ έβγαινε από τη φυτεία όπου, όπως κάθε μέρα, είχε πάει να ζητήσει δουλειά και, όπως κάθε μέρα, του είχαν πει ότι δεν είχε δουλειά για εκείνον...
Έβγαινε με το κεφάλι σκυφτό, κοιτάζοντας το έδαφος και τα φθαρμένα του σανδάλια.
Κλοτσούσε τις πέτρες που έβρισκε μπροστά του προσπαθώντας να βρει παρηγοριά με τον πόνο.
Άξαφνα, έδωσε μια κλοτσιά σε κάτι κι άκουσε έναν διαφορετικό ήχο. Έψαξε να δει το αντικείμενο που είχε κλοτσήσει...
Δεν ήταν πέτρα αλλά ένα δερμάτινο πουγκί δεμένο με κορδόνι και καλυμμένο με χώμα.
Ο νεαρός το ξαναχτύπησε με το πόδι.
Δεν ήταν άδειο. Έκανε έναν ωραίο ήχο καθώς κυλούσε στο έδαφος.
Ο Λινγκ συνέχισε να κλοτσάει το πουγκί επί ώρες και ώρες, απολαμβάνοντας τον ήχο που έκανε... Τελικά, το μάζεψε και το άνοιξε.
Μέσα, βρήκε ένα σωρό ασημένια νομίσματα... Πάρα πολλά νομίσματα! Περισσότερα απ' όσα είχε δει σε όλη του τη ζωή... Τα μέτρησε.
Ήταν δεκαπέντε. Δεκαπέντε υπέροχα, ολοκαίνουργια και λαμπερά νομίσματα.
Και ήταν δικά του.
Αυτός τα είχε βρει πεταμένα στο χώμα.
Αυτός τα κλοτσούσε επί μισή ώρα.
Αυτός είχε ανοίξει το πουγκί.
Δε χωρούσε αμφιβολία ότι ήταν δικά του...
Τώρα, επιτέλους, η μητέρα του θα σταματούσε να δουλεύει, τα αδέρφια του θα άρχιζαν πάλι μαθήματα κι όλοι θα έτρωγα όσο ήθελαν... κάθε μέρα.
Έτρεξε στο χωριό να κάνει ψώνια.
Έφτασε στο σπίτι φορτωμένος φαγητά, παιχνίδια για τα αδέρφια του, κουβέρτες για το κρύο και δύο όμορφα φορέματα από την Ινδία, για τη μητέρα του.
Έγινε πανηγύρι στο σπίτι... Όλοι πεινούσαν και κανένας δεν ρώτησε πού βρέθηκε το φαγητό, ώσπου χόρτασαν.
Μετά το δείπνο ο Λινγκ μοίρασε τα δώρα, κι όταν τα μικρά πήγαν να κοιμηθούν κουρασμένα από το παιχνίδι, η Ζούμι έκανε νόημα στο Λινγκ να καθίσει δίπλα της.
Ο Λινγκ ήξερε τι ήθελε η μητέρα του.
«Δεν πιστεύω να νομίζεις ότι έκλεψα» είπε ο Λινγκ.
«Κανένας δεν σου χαρίζει τόσα πράγματα...» είπε η μητέρα.
«Όχι, κανένας δεν χαρίζει τίποτα» συμφώνησε ο Λινγκ. «Τα αγόρασα. Εγώ τα αγόρασα όλα.»
«Και πού τα βρήκες τα χρήματα, Λινγκ;»
Το αγόρι αφηγήθηκε στη μητέρα του πώς είχε βρει το πουγκί με τα νομίσματα...
«Λινγκ, αγόρι μου, αυτά τα χρήματα δεν είναι δικά σου» είπε η Ζούμι.
«Γιατί δεν είναι δικά μου;» διαμαρτυρήθηκε ο Λινγκ. «Εγώ τα βρήκα.»
«Γιε μου, εσύ τα βρήκες, αλλά κάποιος τα έχασε. Κι αυτός που τα έχασε είναι ο αληθινός ιδιοκτήτης των χρημάτων» κατέληξε η γυναίκα.
«Όχι» είπε ο Λινγκ. «Όποιος τα έχασε τα έχασε, κι όποιος τα βρήκε τα βρήκε. Εγώ τα βρήκα. Κι αν δεν έχουν ιδιοκτήτη, είναι δικά μου.»
«Σωστά, γιε μου» συνέχισε η μητέρα. «Αν δεν έχουν ιδιοκτήτη είναι δικά σου. Όμως, αν έχουν ιδιοκτήτη πρέπει να του επιστρέψεις αυτό που του ανήκει...»
«Όχι μητέρα.»
«Ναι, Λινγκ. Θυμήσου τον πατέρα σου και σκέψου τι θα έλεγε
αυτός.»
Ο Λινγκ κατέβασε το κεφάλι και συμφώνησε ανόρεχτα. «Και τι θα κάνω με αυτά που ξόδεψα;» ρώτησε το αγόρι.
«Πόσα ξόδεψες;»
«Δύο.»
«Καλά. Θα δούμε πώς θα τα καταφέρουμε να τα ξεπληρώσουμε» είπε η Ζούμι. «Τώρα, πήγαινε στο χωριό και ρώτα τον κόσμο ποιος έχασε ένα δερμάτινο πουγκί. Άρχισε να ρωτάς εκεί κοντά που τα βρήκες.»
Πάλι με το κεφάλι σκυφτό, αυτή τη φορά βγαίνοντας από το σπίτι του, ο Λινγκ παραπονιόταν για τη μοίρα του.
Όταν έφτασε στο χωριό μπήκε στη φυτεία και ρώτησε τον υπεύθυνο αν είχε χάσει κανένας τίποτα.
Ο υπεύθυνος δεν ήξερε, όμως, του είπε ότι θα μάθαινε.
Σε λίγο, ο μεγάλος γιος του γέροντα και σημερινός ιδιοκτήτης του ορυζώνα, βγήκε να τον συναντήσει.
«Εσύ πήρες το πουγκί με τα χρήματα μου;» τον ρώτησε με ύφος κατηγόρου.
«Όχι, κύριε. Εγώ τα βρήκα στο δρόμο» αποκρίθηκε ο Λινγκ.
«Δώσ' τα μου αμέσως!» φώναξε.
Ο νεαρός έβγαλε το πουγκί και του το έδωσε.
Εκείνος άδειασε τα νομίσματα στη χούφτα του κι άρχισε να τα μετράει...
Το αγόρι τον πρόλαβε
 «Θα δείτε ότι λείπουν μόνο δύο νομίσματα, κύριε Τσενγκ. Θα μαζέψω τα χρήματα και θα σας τα επιστρέψω. Μπορώ να δουλέψω δωρεάν για να σας αποζημιώσω.»
«Δεκατρία! Δεκατρία!» μούγκρισε ο Τσενγκ. «Πού είναι τα νομίσματα που λείπουν;»
«Σας είπα, κύριε» άρχισε να λέει το αγόρι. «Δεν ήξερα ότι το πουγκί ήταν δικό σας. Όμως, θα σας επιστρέψω τα χρήματα...»
«Κλέφτη!» τον διέκοψε ο άλλος. «Κλέφτη! Θα σου δείξω εγώ που βάζεις στην τσέπη χρήματα που δεν είναι δικά σου» και βγήκε στο δρόμο φωνάζοντας: «Θα σου δείξω εγώ... Θα σου δείξω...»
Το αγόρι πήγε στο σπίτι του. Δεν ήξερε αν ήταν μεγαλύτερη η οργή του ή η απελπισία του.
Όταν έφτασε, είπε στη Ζούμι τα καθέκαστα κι εκείνη τον παρηγόρησε.
Του υποσχέθηκε ότι εκείνη θα μιλούσε με τον άνθρωπο για  να το τακτοποιήσει.
Ωστόσο, την επόμενη μέρα, ένας απεσταλμένος του δικαστή ήρθε να καλέσει τη Ζούμι και τον Λινγκ σε δίκη για κλοπή δεκαεφτά ασημένιων νομισμάτων.
Δεκαεφτά!
Μπροστά στο δικαστή, ο γιος του γέροντα γαιοκτήμονα πήρε όρκο ότι το δερμάτινο πουγκί είχε εξαφανιστεί από το γραφείο του.
«Ήταν την ίδια μέρα που ο Λινγκ ήρθε να μου ζητήσει δουλειά» δήλωσε ο Τσενγκ. «Και την επόμενη μέρα παρουσιάστηκε αυτός ο κλέφτης κι έλεγε ότι "βρήκε" τάχα το πουγκί και ρωτούσε "μήπως κάποιος το έχασε". Τι αδιαντροπιά!»
«Συνεχίστε, κύριε Τσενγκ» είπε ο δικαστής.
«Φυσικά, του είπα ότι ήταν δικό μου, κι όταν μου το επέστρεψε κοίταξα αμέσως το περιεχόμενο και διαπίστωσα αυτό που υποψιαζόμουν. Έλειπαν νομίσματα. Δεκαεφτά ασημένια νομίσματα!»
Ο δικαστής άκουσε προσεκτικά την αφήγηση, και μετά έστρεψε το βλέμμα προς το αγόρι που, ντροπιασμένο από τη θέση που βρισκόταν, δεν τολμούσε να μιλήσει.
«Τι έχεις να πεις, Λινγκ; Η κατηγορία είναι πολύ σοβαρή» ρώτησε ο δικαστής.
«Κύριε δικαστή, εγώ δεν έκλεψα τίποτα. Βρήκα το πουγκί στο δρόμο. Δεν ήξερα ότι ανήκε στον κύριο Τσενγκ. Είναι αλήθεια ότι το άνοιξα κι είναι αλήθεια ότι ξόδεψα ένα μέρος από τα χρήματα για τρόφιμα και παιχνίδια για τα αδέρφια μου. Ήταν, όμως, δύο νομίσματα, όχι δεκαεφτά.» Το αγόρι έκλαιγε με λυγμούς. «Πώς θα μπορούσα να πάρω δεκαεφτά νομίσματα από το πουγκί, αφού είχε μόνο δεκαπέντε όταν το βρήκα; Εγώ πήρα μόνο δύο νομίσματα, κύριε δικαστή, μόνο δύο.»
«Για να δούμε» είπε ο δικαστής. «Πόσα νομίσματα είχε το πουγκί όταν ο νέος το επέστρεψε;»
«Δεκατρία» αποκρίθηκε ο κατήγορος.
«Δεκατρία» επιβεβαίωσε ο Λινγκ.
«Και πόσα νομίσματα είχε το πουγκί όταν το χάσατε, κύριε Τσενγκ;» ρώτησε ο δικαστής.
«Τριάντα, εξοχότατε» αποκρίθηκε εκείνος.
«Όχι, όχι» πετάχτηκε ο Λινγκ. «Είχε μόνο δεκαπέντε νομίσματα. Ορκίζομαι, ορκίζομαι.»
«Εσείς Τσενγκ» ρώτησε τον ιδιοκτήτη του ορυζώνα «θα παίρνατε όρκο ότι το πουγκί σας περιείχε τριάντα ασημένια νομίσματα όταν βρισκόταν στο γραφείο σας;»
«Βεβαίως, κύριε δικαστή» απάντησε. «Ορκίζομαι!»
Η Ζούμι σήκωσε ντροπαλά το χέρι της και ο δικαστής της έκανε νεύμα να μιλήσει.
«Κύριε δικαστή» είπε η Ζούμι, «ο γιος μου είναι ακόμα παιδί και παραδέχομαι ότι διέπραξε περισσότερα από ένα λάθη σ' αυτή την υπόθεση. Όμως, υπάρχει κάτι για το οποίο είμαι βέβαιη. Ο Λινγκ δε λέει ψέματα. Αφού λέει ότι ξόδεψε μόνο δύο νομίσματα, αυτή είναι η αλήθεια. Κι αφού λέει ότι το πουγκί είχε μόνο δεκαπέντε νομίσματα όταν το βρήκε, αυτή πρέπει να είναι η αλήθεια. Ίσως, κύριε, κάποιος άλλος είχε βρει το πουγκί πρωτύτερα...»
«Φτάνει, κυρία μου» διέκοψε ο δικαστής. «Είναι δική μου δουλειά ν' αποφασίσω τι συνέβη και να αποδώσω δικαιοσύνη. Ζητήσατε το λόγο και σας τον έδωσα. Τώρα, καθίστε και περιμένετε την απόφαση μου.»
«Μάλιστα, κύριε δικαστή. Θέλουμε δικαιοσύνη» είπε ο κατήγορος.
Ο δικαστής έκανε νόημα στο βοηθό του να χτυπήσει το γκονγκ. Αυτό σήμαινε ότι ο δικαστής θα έβγαζε την ετυμηγορία του.
«Κατήγορε και κατηγορούμενε, παρόλο που στην αρχή η κατάσταση ήταν αμφίβολη, τώρα ξεκαθάρισε» άρχισε να λέει ο δικαστής. «Δεν έχω λόγο να αμφιβάλλω για τα λόγια του κυρίου Τσενγκ που ορκίζεται ότι έχασε ένα πουγκί με τριάντα ασημένια νομίσματα...»
Ο Τσενγκ χαμογέλασε όλο κακία και κοίταξε τον Λινγκ και τη Ζούμι.
«Ωστόσο, ο νεαρός Λινγκ διαβεβαιώνει ότι βρήκε ένα πουγκί με δεκαπέντε νομίσματα» συνέχισε ο δικαστής. «Και πάλι δεν έχω λόγο να αμφισβητήσω το λόγο του...»
Στην αίθουσα έγινε σιγή, κι ο δικαστής συνέχισε:
«Συνεπώς, είναι προφανές για το δικαστήριο ότι το πουγκί που βρέθηκε και επιστράφηκε ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ το πουγκί που έχασε ο κύριος Τσενγκ. Άρα, δεν ευσταθεί καμία διεκδίκηση του προς την οικογένεια Λιεν Τσου. Ωστόσο, παραμένει στο αρχείο η διεκδίκηση του κατηγόρου, για όποιον βρει τις επόμενες ημέρες κάποιο πουγκί και το παραδώσει, με αρχικό περιεχόμενο τριάντα ασημένια νομίσματα.»
Ο δικαστής χαμογέλασε και το βλέμμα του συνάντησε τα γεμάτα ευγνωμοσύνη μάτια του Λινγκ.
«Όσο για ετούτο το πουγκί, νεαρέ μου...»
 «Μάλιστα, κύριε δικαστή» ψέλλισε ο νεαρός. «Αναλαμβάνω την ευθύνη και είμαι πρόθυμος να πληρώσω για το σφάλμα μου.»
«Πάψε! Όσο για το πουγκί με τα δεκαπέντε νομίσματα, έλεγα, πρέπει να παραδεχτώ ότι κανένας δεν εμφανίστηκε να το διεκδικήσει. Υπό τις δεδομένες συνθήκες» είπε κοιτάζοντας λοξά τον κύριο Τσενγκ, «νομίζω ότι μάλλον είναι απίθανο να βρεθεί κάποιος που να ισχυριστεί πως του ανήκει. Συνεπώς, αποφασίζω ότι το πουγκί πρέπει να θεωρηθεί ιδιοκτησία εκείνου που το βρήκε. Κι επειδή εσύ Λινγκ το βρήκες, τα χρήματα είναι δικά σου!»
«Μα εξοχότατε...» πήγε να πει κάτι ο Τσενγκ.
«Εξοχότατε...» πήγε να πει και ο Λινγκ.
«Κύριε δικαστή...» είπε η Ζούμι.
«Σιωπή!» διέταξε αυστηρά ο δικαστής. «Η δίκη τελείωσε! Έξω όλοι από εδώ...»
Ο δικαστής σηκώθηκε και βγήκε αμέσως από την αίθουσα, ενώ ο βοηθός του χτύπησε πάλι το γκονγκ...















Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

This is a comment.