ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

English French German Spain Italian Dutch Russian Portuguese Japanese Korean Arabic Chinese Simplified

Σάββατο 29 Ιανουαρίου 2011

ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ


«ΕΧΩ ΜΙΑ ΤΣΑΝΤΙΛΑ...!»
«Τι έπαθες;»
«Να... Φεύγοντας από εδώ, πρέπει να πάω στο σπίτι ενός  συμφοιτητή μου να του δώσω κάτι σημειώσεις που χρειάζεται... και μένει πολύ μακριά.»
«Άκουσε, Ντεμιάν...»
«Ναι, ναι, ξέρω» τον διέκοψα. «Θα μου πεις ότι δεν υπάρχει "πρέπει", ότι το κάνω επειδή εγώ το θέλω, ότι είναι δική μου επιλογή και όλα αυτά... Τα ξέρω.»
«Φυσικά. Δική σου επιλογή είναι.»
«Ναι, είναι. Νιώθω, όμως,
ότι είναι και υποχρέωση μου.»
«Πολύ καλά. Εγώ δεν αμφισβητώ ότι νιώθεις υποχρέωση, ούτε αμφισβητώ το γιατί νιώθεις υποχρέωση. Αυτό που αμφισβητώ, όμως, είναι πως ούτε εσύ ξέρεις γιατί νιώθεις υποχρεωμένος.»
«Εγώ ξέρω γιατί νιώθω υποχρεωμένος. Ο Χουάν είναι καταπληκτικό παιδί, και κάθε φορά που χρειάζομαι κάτι τρέχει να με βοηθήσει. Και νομίζω ότι δεν μπορώ να του αρνηθώ κάτι που χρειάζεται.»
«Κοίταξε, ότι μπορείς, μπορείς. Όμως, αυτό που συμβαίνει...»
«... είναι ότι με προβληματίζει τι θα σκεφτεί ο Χουάν για εμένα.»
«Όχι, κάτι χειρότερο. Σε προβληματίζει τι θα σκεφτείς εσύ για τον εαυτό σου.»
«Εγώ; Θα ένιωθα ένας ανεπιθύμητος.»
«Ανεξαρτήτως του τι θα ήσουν και τι όχι αν δεν του πήγαινες τις σημειώσεις, δεν νιώθεις ήδη άσχημα επειδή μόνο και μόνο βαριέσαι να πας;»
«Ναι, υποθέτω πως νιώθω.»
«Εδώ είναι το πρόβλημα των αισθημάτων ενοχής. Βλέπεις; Η ανθρωπότητα υποφέρει και κάνει τη ζωή της δύσκολη γιατί, επί δώδεκα ώρες κάθε μέρα, νιώθει ενοχές γι' αυτό που είναι... και τις άλλες δώδεκα ώρες κάνει δύσκολη τη ζωή του διπλανού λέγοντας του τι πρέπει να κάνει.»
«Α, τώρα μάλιστα. Τώρα είναι που δεν καταλαβαίνω τίποτα.»
«Καλύτερα. Ίσως έτσι να μπορείς να μάθεις περισσότερα.»

Οι πιο αφόρητες στιγμές ήταν όταν ο Χόρχε γινόταν κάτι ανάμεσα σε φιλόσοφο και είρωνα, κι εγώ δεν ήξερα αν μιλούσε σ' εμένα ή, απλώς, έκανε συλλογισμούς παρουσία μου για το μέλλον της ανθρωπότητας.
Μπορεί να το έκανε για τον εαυτό του, για μένα ή για την επιστήμη, αλλά παρόλο που ήξερα ότι αργότερα θα μου χρησίμευαν πολύ όλα αυτά, εκείνη την ώρα ήθελα να φύγω. Δεν άντεχα άλλο. Δεν ήθελα ούτε ψυχοθεραπεία, ούτε ανάπτυξη, ούτε τίποτα. Ήθελα, απλώς, να φύγω...
Το μόνο που με κρατούσε ήταν η ανάμνηση ότι μια φορά το είχα κάνει και, τελικά, ήταν χειρότερα. Είχα κουβαλήσει μαζί μου τη σύγχυση και δεν μπορούσα να κάνω τίποτα αν πρώτα  δεν την ξεφορτωνόμουν.
Αυτό το παραμύθι μου το είπε εκείνη τη μέρα, όμως, το έφερνα συχνά στη μνήμη μου για να αναλογιστώ πόση σημασία έχει να μην αφήνεις  τα πράγματα μισοτελειωμένα, και πόσο επικίνδυνο  είναι να απασχολείς το μυαλό σου με άλυτα ζητήματα.
Μια φορά, δύο μοναχοί ζεν βάδιζαν στο δάσος επιστρέφοντας  στο μοναστήρι. Όταν έφτασαν στο ποτάμι είδαν μια γυναίκα που έκλαιγε γονατιστή δίπλα στην όχθη. Ήταν νέα και όμορφη.
«Τι συμβαίνει;» τη ρώτησε ο πιο γέρος.
«Η μητέρα μου πεθαίνει. Είναι μόνη της στο σπίτι, στην άλλη μεριά του ποταμού, κι εγώ δεν μπορώ να τον διασχίσω. Προσπάθησα» συνέχισε η κοπέλα, «αλλά το ρεύμα με παρασύρει και δεν θα φτάσω ποτέ απέναντι δίχως βοήθεια... Σκέφτομαι ότι δεν θα την ξαναδώ ζωντανή. Τώρα όμως... τώρα που ήρθατε εσείς, ίσως κάποιος από τους δύο σας μπορεί να με βοηθήσει να περάσω το ποτάμι...»
«Μακάρι να μπορούσαμε» είπε λυπημένος ο πιο νέος. «Όμως, ο μόνος τρόπος για να σε βοηθήσουμε είναι να σε πάρουμε αγκαλιά μέσα στο ποτάμι, και η πίστη μας, μας απαγορεύει να έχουμε κάθε επαφή με το άλλο φύλο. Είναι απαγορευμένο... Λυπάμαι.»
«Κι εγώ λυπάμαι» είπε η γυναίκα. Και συνέχισε να κλαίει.
Ο πιο γέρος μοναχός γονάτισε, έσκυψε το κεφάλι και είπε:
«Ανέβα.»
Η γυναίκα δεν μπορούσε να το πιστέψει. Όμως, πήρε αμέσως το μπογαλάκι με τα ρούχα της και καβάλησε στην πλάτη του μοναχού.
Με μεγάλη δυσκολία ο μοναχός πέρασε το ποτάμι, ενώ ο νεότερος τον ακολουθούσε.
Όταν έφτασαν στην άλλη όχθη, η γυναίκα κατέβηκε και πλησίασε το γέρο μοναχό για να του φιλήσει τα χέρια.
«Εντάξει, εντάξει» είπε ο γέρος τραβώντας τα χέρια του. «Συνέχισε το δρόμο σου.»
Η γυναίκα έκανε μια υπόκλιση όλο ευγνωμοσύνη και ταπεινοφροσύνη, πήρε τα ρούχα της κι έτρεξε στο δρόμο προς το χωριό.
Οι μοναχοί, δίχως ν' ανταλλάξουν λέξη, συνέχισαν την πορεία τους προς το μοναστήρι. Είχαν ακόμα δέκα ώρες πορείας…
Λίγο προτού φτάσουν, ο νέος είπε στο γέρο
 «Δάσκαλε, ξέρεις καλύτερα από εμένα τι μας απαγορεύει ο όρκος της πίστης μας. Ωστόσο, κουβάλησες στην πλάτη σου εκείνη τη γυναίκα σε όλο το πλάτος του ποταμού »
«Εγώ την κουβάλησα σε όλο το ποτάμι, πράγματι, εσύ όμως που την κουβαλάς ακόμα επάνω στους ώμους σου;»


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

This is a comment.